-
1 склонение
1. астр. η κλίση, η απόκλιση, η παρέκλισηмагнитное - физ. μαγνητική -2. (грам) η κλίσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > склонение
-
2 превосходный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. παλ. υπέρτερος.2. υπέροχος, έξοχος, εξαίσιος, θαυμάσιος, λαμπρός, εξαιρετικός, υπέρτατος.εκφρ.- ая степень прилагательных и наречий – υπερθετικός βαθμός των επιθέτων και επιρρημάτων. -
3 субстантивация
-и θ. (γλωσ.) ουσιαστικοποίηση•субстантивация имн прилагательных ουσιαστικοποίηση των επιθέτων.